Την αναγκαιότητα βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης των νέων στον τομέα των μαθηματικών και των θετικών επιστημών ( Math & Science Education ) επεσήμανε, με γραπτή ερώτηση προς την Ευρ. Επιτροπή, ο Ευρωβουλευτής της ΝΔ, Καθ. κ. Ι.Α. Τσουκαλάς, μέλος της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας του Ευρ. Κοινοβουλίου. Ο Ευρωβουλευτής, στην ερώτησή του, αναφέρθηκε στην «Έκθεση Rocard για την Εκπαίδευση στις Θετικές Επιστήμες», στην οποία καταδεικνύεται η υστέρηση της Ευρώπης στην παροχή των απαιτούμενων, για τη διασφάλιση της προόδου στην έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία, επιστημονικών εφοδίων προς τους νέους μαθητές.
Στην απάντησή του, ο πρώην Επίτροπος Εκπαίδευσης, Κατάρτισης, Πολιτισµού και Νεολαίας, κος Šefčovič (νυν Αντιπρόεδρος της Ευρ. Επιτροπής και Επίτροπος για τις Διοργανικές Σχέσεις και τα Διοικητικά Θέματα) τόνισε ότι η εν λόγω Έκθεση διατυπώνει σειρά συστάσεων που απευθύνονται κυρίως στους αρμόδιους για τη χάραξη πολιτικής και στους υπεύθυνους φορείς για την πραγματοποίηση των απαραίτητων αλλαγών σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Οι ευρωπαϊκές συνεργατικές δραστηριότητες που στοχεύουν στη διάδοση βέλτιστων εκπαιδευτικών πρακτικών χρηματοδοτούνται βάσει του 7ου Προγράμματος Πλαισίου για την έρευνα (2007-2013). Ο πραγματικός αντίκτυπος των χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων θα φανεί πλήρως εάν τα κράτη μέλη εφαρμόσουν τις εν λόγω βέλτιστες πρακτικές στην τάξη, ενώ έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επαγωγική εκμάθηση των θετικών επιστημών και στις μεθόδους διδασκαλίας των μαθηματικών.
Ο Ευρωβουλευτής αναφέρθηκε και στο πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών ‘‘ PISA 2006’’ του ΟΟΣΑ καθώς και στη συγκριτική έρευνα ΤΙΜ SS 2007, σύμφωνα με τα οποία μαθητές από αρκετές χώρες της ΕΕ εμφανίζουν χαμηλές επιδόσεις στις επιστήμες, με την Ελλάδα να βρίσκεται τελευταία στην κατάταξη. Ειδικότερα για την Ελλάδα, οι επιδόσεις των μαθητών είναι δυσανάλογα χαμηλές σε σχέση με τις δαπάνες που καταβάλλονται ανά μαθητή. Στην απάντησή της, η Ευρ. Επιτροπή υπογράμμισε ότι «σύμφωνα με το πρόγραμμα PISA, το μέσο ποσοστό των μαθητών με χαμηλή επίδοση στις θετικές επιστήμες το 2006 ήταν 20,2%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ιαπωνία ήταν 12,1%, στην Αυστραλία 12,8% και στις Ηνωμένες Πολιτείες (ΗΠΑ) 24,4%. Όσον αφορά την Ελλάδα, το ποσοστό αυτό ήταν 24,1%, παρόλο που ήταν η μόνη χώρα της ΕΕ με σημαντική βελτίωση στις μέσες βαθμολογίες στις θετικές επιστήμες σε έρευνες που διεξήχθησαν μεταξύ των ετών 2003 και 2006. Στη μελέτη TIMSS, στην οποία μετέχουν 12 κράτη μέλη, όσον αφορά τη μέση επίδοση των μαθητών 4ης και 8ης βαθμίδας, οι μαθητές των κρατών μελών φαίνεται να έχουν παρόμοια επίδοση με τους μαθητές των ΗΠΑ, του Καναδά ή της Αυστραλίας, ενώ οι χώρες της ανατολικής Ασίας σημειώνουν πολύ καλύτερες επιδόσεις».
Υπενθυμίζοντας ότι η ευθύνη για την οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων παραμένει στις εθνικές αρμοδιότητες, η Ευρ. Επιτροπή στήριξε τα κράτη μέλη να επιτύχουν τον στόχο «Αύξηση της προσέλευσης στις επιστημονικές και τεχνολογικές σπουδές» στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας ‘‘Εκπαίδευση και κατάρτιση 2010’’, καθώς και το κριτήριο αναφοράς του 2003 για την αύξηση του αριθμού των αποφοίτων στον τομέα των θετικών επιστημών και της τεχνολογίας. Σύμφωνα με τον Επίτροπο, το ευρωπαϊκό κριτήριο αναφοράς επιτεύχθηκε με συνολική αύξηση του αριθμού των αποφοίτων μεγαλύτερη του 33%. Συγκεκριμένα για την Ελλάδα το ετήσιο ποσοστό αύξησης για την περίοδο 2002-2007 ήταν 3,2% εν συγκρίσει με το 2,1% της ΕΕ για τα έτη 2000-2007. Τέλος, ο κος Šefčovič αναφέρθηκε στο νέο στρατηγικό πλαίσιο συνεργασίας στον τομέα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης (ΕΚ2020), το οποίο παρέχει ένα πλαίσιο στενότερης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής. Ενδεικτικά, αναφέρει ότι μία από τις προτεραιότητες της περιόδου 2009-2011 είναι η ενθαρρύνση της επιλογής και της διδασκαλίας μαθημάτων θετικής κατεύθυνσης. Τα κράτη μέλη έχουν συμφωνήσει ότι έως το 2020 το ποσοστό των μαθητών με χαμηλή επίδοση στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες θα πρέπει να είναι χαμηλότερο από 15%.
Σχολιάζοντας την απάντηση της Ευρ. Επιτροπής, ο κ Τσουκαλάς δήλωσε: «Η αντιμετώπιση σύγχρονων ζωτικών προβλημάτων (όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η μόλυνση του περιβάλλοντος, το ενεργειακό έλλειμμα, οι νέες πανδημίες) απαιτεί στέρεες επιστημονικές βάσεις. Κατά συνέπεια, η βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης στον τομέα των μαθηματικών και των θετικών επιστημών τόσο στην πρωτοβάθμια, όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, πρέπει να αναγνωριστεί ως αναγκαιότητα για το μέλλον της Ευρώπης. Οι διεθνείς συγκριτικές έρευνες αποδεικνύουν αδιαμφισβήτητα ότι η Ευρώπη, ως σύνολο, υστερεί σε σχέση με τους παγκόσμιους ανταγωνιστές της. Οι ίδιες έρευνες αποδεικνύουν δυστυχώς και την αναποτελεσματικότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και υποδεικνύουν την κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει με ταχύτητα να κινηθούμε».