στην εκδήλωση αυτοδιοικητικών στελεχών της Ν.Δ. στο ξενοδοχείο Caravel.
Ομιλία του Προέδρου της Ν.Δ. κ. Αντώνη Σαμαρά στην παρουσίαση βιβλίου του Σταύρου Λυγερού, «Σταυροφόροι χωρίς Σταυρό» (17/05/10)
Ομιλία Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, κ. Αντώνη Σαμαρά Στην παρουσίαση βιβλίου του Σταύρου Λυγερού, «Σταυροφόροι χωρίς Σταυρό»
Το βιβλίο του Σταύρου Λυγερού είναι μια συνολική προσπάθεια αποκωδικοποίησης της Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής την τελευταία δεκαετία. Πιο συγκεκριμένα, από το τρομοκρατικό χτύπημα στους δίδυμους πύργους μέχρι και σήμερα… Είναι μια επιτυχής προσπάθεια. Αν και θα μπορούσε κανείς να έχει αντιρρήσεις για διάφορες επί μέρους πλευρές της. Αλλά σε ένα τόσο σύνθετο εγχείρημα δεν υπάρχει – δεν μπορεί να υπάρξει - πλήρης συμφωνία όλων.
Ο Σταύρος Λυγερός, άλλωστε, ανήκει στους...
ανθρώπους που δεν πιστεύουν στη «μοναδική αλήθεια». Κι έτσι δεν διατυπώνει τέτοια μοναδική αλήθεια. Υποδεικνύει, όμως, μια κατεύθυνση για να αναζητήσει ο καθένας τις δικές του απαντήσεις στα επί μέρους ερωτήματα.
Ο Σταύρος Λυγερός διαπιστώνει εύστοχα ότι μετά το 2001 η έμφαση της Εξωτερικής Πολιτικής των ΗΠΑ μεταστρέφεται στο χώρο του Ισλάμ.
Προηγουμένως, σε όλη την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, η έμφαση της Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής ήταν ασφαλώς έναντι της τότε ΕΣΣΔ.
Κατά την πρώτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία, η έμφαση ήταν επίσης προς το χώρο που παλαιότερα κάλυπτε η ΕΣΣΔ, με ιδιαίτερη αιχμή την απορρόφηση των χωρών της ανατολικής Ευρώπη στους ευρωατλαντικούς θεσμούς.
Κι ύστερα, μετά το 2001 η έμφαση της Ουάσιγκτον μετατοπίζεται στο Ισλάμ. Με στόχο να κατανικήσει οριστικά το Πολεμικό Ισλάμ, δηλαδή το κίνημα του, Σουνιτικού κυρίως, φονταμενταλισμού.
Αυτή η αλλαγή στη συνολική στόχευση συμπαρέσυρε κάποιες μεγάλες μετατοπίσεις προτεραιοτήτων σε άλλα σημεία του κόσμου: Για παράδειγμα, άλλαξε το ειδικό βάρος της Ευρώπης, όπως άλλαξε και το ειδικό βάρος της Ρωσίας στους αμερικανικούς σχεδιασμούς.
Η Ευρώπη δεν παίζει πια το ρόλο «αναχαίτισης» της πρώην ΕΣΣΔ, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ούτε παίζει ρόλο επέκτασης της δυτικής επιρροής προς ανατολάς, σε βάρος της αντίστοιχης ρωσικής επιρροής, όπως συνέβη στην πρώτη μεταψυχροπολεμική δεκαετία.
Η Ευρώπη αναζητά πλέον η ίδια την ταυτότητά της και οι ΗΠΑ αναζητούν άλλους στόχους πέραν της Ευρώπης.
* Όσον αφορά τη Ρωσία, προβάλλει πλέον για τους Αμερικανούς στο κέντρο ενός μεγάλου διλήμματος:
-- Αν δεν τα βρουν στρατηγικά μαζί της, είναι δύσκολο να νικήσουν το Πολεμικό Ισλάμ στην Κεντρική Ασία κι είναι ακόμα πιο δύσκολο να αντιμετωπίσουν αύριο τις ανερχόμενες φιλοδοξίες της Κίνας. Άρα, αν δεν τα βρουν με τη Ρωσία, είναι αδύνατο να προωθήσουν τη νέα ατζέντα τους στον υπόλοιπο κόσμο, κυρίως στην Ασία.
-- Αν, πάλι, τα βρουν μαζί της, για να εξουδετερώσουν τον Ισλαμικό φονταμενταλισμό, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν παραχωρήσεις απέναντι στη Ρωσία και στην Ουκρανία και στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία.
Νομίζω ότι σε αυτό το δίλημμα η Ουάσιγκτον ποτέ δεν απάντησε με ολοκληρωμένο τρόπο. Ποτέ δεν πήρε τη μεγάλη απόφαση να κάνει το ένα ή το άλλο.
Ο Σταύρος Λυγερός παρακολουθεί προσεκτικά και καταγράφει όλες αυτές τις μετατοπίσεις χωρίς να τις ερμηνεύει αναγκαστικά με αυτόν τον τρόπο:
Καταγράφει και την αποστασιοποίηση της Ευρώπης από την αμερικανική Πολιτική, ιδιαίτερα όταν ξεκινούσε ο Πόλεμος στο Ιράκ, το 2003,
καταγράφει και την εσωτερική, προσωρινή τουλάχιστον, διάσταση στην Ευρώπη, ανάμεσα στους φιλοατλαντιστές και τους αντιπάλους της πολιτικής Μπούς,
καταγράφει και τις διακυμάνσεις στις σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας και την αναβάθμιση του ειδικού βάρους της Ρωσίας.
Επίσης, ο Σταύρος αναδεικνύει μιαν ευρωπαϊκή οπτική με έντονα ελληνικό χαρακτήρα. Αυτό δεν είναι μειονέκτημα, όπως νομίζουν κάποιοι. Είναι αντίθετα μεγάλο πλεονέκτημα.
Στη διεθνή πολιτική δεν αντιπαρατίθενται αριθμοί και απρόσωπα μεγέθη. Αντιπαρατίθενται, ισορροπούν, συγκλίνουν ή συγκρούονται χώρες, πληθυσμιακά σύνολα και συμπλέγματα συμφερόντων, που κουβαλάνε βαρείς υποκειμενισμούς.
Ο κάθε πρωταγωνιστής των διεθνών σχέσεων, μικρός ή μεγάλος, έχει αναγκαστικά τη δική του οπτική για τον κόσμο και τα δικά του συμφέροντα στο κόσμο. Κουβαλάει τις δικές του φοβίες, αλλά και ξεδιπλώνει τις δικές του φιλοδοξίες.
Οι μηχανές δεν έχουν ούτε φοβίες ούτε φιλοδοξίες. Οι άνθρωποι έχουν. Και η διατύπωση αυτών των φόβων κι αυτών των φιλοδοξιών, συγκροτούν την ιδιαίτερη οπτική κάθε παράγοντα των διεθνών σχέσεων.
Είναι χρήσιμο να υπάρχει και να την ξέρουμε. Είναι χρήσιμο οι λαοί να συνδιαλέγονται με βάση αυτή την οπτική που έχει καθένας τους για τον κόσμο και τη θέση τους στον κόσμο. Είναι απαραίτητο από αυτό το διάλογο, ανάμεσα στις διαφορετικές οπτικές, να προκύπτουν οι απαραίτητες συγκλίσεις και τα μέτωπα.
-- Οι συγκλίσεις, για να οδηγούν σε συνεργασίες.
-- Και τα μέτωπα, ώστε να προκύπτει τουλάχιστον ισορροπία και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις.
Η Αμερική έχει αυτονόητη δική της οπτική για τον κόσμο. Η οπτική αυτή αλλάζει. Κάποιες φορές αλλάζει δραματικά. Πάντως υπάρχει. Και πάντα υπήρχε…
Στην Ευρώπη είναι πιο δύσκολα τα πράγματα. Γιατί δεν έχουμε ενιαία Εξωτερική Πολιτική. Έχουμε, ή μάλλον προσπαθούμε να αποκτήσουμε, κοινή Εξωτερική Πολιτική. Δηλαδή κοινές προτεραιότητες, όχι κατ’ ανάγκην κοινές οπτικές. Έτσι η Ευρωπαϊκή οπτική για τον κόσμο, δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Η Ελληνική οπτική, είναι ακόμα πιο δύσκολη. Γιατί η Ελλάδα είναι μικρή από άποψη μεγέθους, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν έχει ξεκαθαρίσει αν οφείλει και δικαιούται να διατηρεί δικές της φιλοδοξίες, να παίζει δικούς της ρόλους και να διασκεδάζει δικούς της φόβους.
Για πολλά χρόνια η επίσημη Ελλάδα έζησε την ψευδαίσθηση ότι μπαίνοντας στο «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης, τέλειωσαν και οι φόβοι της και οι φιλοδοξίες της: Όλα εκχωρήθηκαν, τάχα, στη «δικαιοδοσία των Βρυξελλών».
Και το μόνο που είχε να κάνει η επίσημη διπλωματία της Αθήνας είναι να προασπίζεται τις ελληνικές προτεραιότητες στις Βρυξέλλες.
Έτσι, όταν ο Σταύρος Λυγερός προσπαθεί να αρθρώσει μιαν Ευρωπαϊκή και ταυτόχρονα Ελληνική οπτική για τον κόσμο, επιχειρεί κάτι πολύ δύσκολο, πολύ φιλόδοξο κα απολύτως απαραίτητο.
Και το κάνει με επιτυχία.
Στην ανάλυσή του, λοιπόν, αναδεικνύεται ιδιαίτερα η σημασία της Τουρκίας. Οι νέοι ρόλοι που διεκδικεί η γειτονική χώρα μετά την ανάδειξη του κ. Νταβούτογλου στο προσκήνιο και την βαθμιαία επιβολή της στρατηγικής του.
Στην Ελλάδα έχουμε την τάση να αποδίδουμε στην Τουρκία ρόλους πολύ μεγαλύτερους από εκείνους που πράγματι έχει η χώρα αυτή διεθνώς. Για την ακρίβεια, έχουμε την τάση να εκλαμβάνουμε τις πιο φιλόδοξες επιθυμίες Τούρκων αξιωματούχων ως πραγματικότητα. Κι αυτό δεν αποτελεί πάντα καλό σύμβουλο.
Για παράδειγμα, όταν στη δεκαετία του ’90 η Τουρκία και το Ισραήλ συνέκλιναν στρατηγικά, όλοι στην Ελλάδα εξέλαβαν αυτή την εξέλιξη ως δυσμενή για μας. Όταν πρόσφατα σημειώθηκε σοβαρό ρήγμα σε αυτή την σχέση Τουρκίας-Ισραήλ, κανείς δεν βρέθηκε να πει το αντίθετο.
Ένα άλλο παράδειγμα: Όταν η Τουρκία φαίνεται να αναβαθμίζεται στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ, αυτό στην Αθήνα εκλαμβάνεται ως κάτι ιδιαίτερα αρνητικό για την Ελλάδα. Όταν αντίθετα υπάρχει ρήγμα, έστω και προσωρινό, στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας, δεν οδηγείται η Αθήνα στο αντίθετο συμπέρασμα: ότι δηλαδή αυτό μπορεί να αποτελεί ευκαιρία για την Ελλάδα.
Τα λέω όλα αυτά για να κατανοήσουμε ότι η Τουρκία είναι μια σημαντική τοπική δύναμη. Αλλά δεν είναι τόσο απαραίτητη για τους διεθνείς ή τοπικούς συσχετισμούς, όσο η ίδια θέλει να νομίζει κι όσο σίγουρα επιθυμεί να γίνει.
Καλό είναι να μην εκλαμβάνουμε τις επιθυμίες των άλλων ως πραγματικότητα. Ούτε και τις δικές μας ασφαλώς.
Στο τρίτο και μεγαλύτερο κομμάτι του βιβλίου του, λοιπόν, ο Σταύρος Λυγερός εξετάζει προσεκτικά το μετασχηματισμό της ίδιας της Τουρκίας την τελευταία δεκαετία. Και την ανάδειξη της «νέο-οθωμανικής» εξωτερικής πολιτικής της όπως την ονομάζει. Σε διάκριση με την παλαιότερη λιγότερο φιλόδοξη, πιο «μετρημένη» πολιτική του Κεμαλισμού.
Και εντάσσει την πολιτική Νταβούτογλου στη νέα διεθνή φάση στροφής της Αμερικανικής πολιτικής στο χώρο του Ισλάμ και στροφής της ίδιας της Τουρκίας στη δική της Ισλαμική παράδοση.
Οφείλω να ομολογήσω ότι είναι ιδιαίτερα αναλυτικός και ιδιαίτερα πειστικός στο σημείο αυτό.
Επιτρέψτε μου μόνο μια συνολική ένσταση – ή μάλλον μια συμπλήρωση στην προβληματική του: Όπως ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η αμερικανική στρατηγική μετά το 2001 δεν πέτυχε τους στόχους της, ή μάλλον οδήγησε κατά κάποιον τρόπο, ακούσια βέβαια, στην ενδυνάμωση της Ρωσίας, έτσι και η στρατηγική Νταβούτογλου έχει κάποιες εγγενείς αντιφάσεις:
Θέλει να καταστήσει την Τουρκία επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων στο πιο κρίσιμο θέατρο των διεθνών ανταγωνισμών, τη Νοτιοδυτική Ασία. Όπου υπάρχει ο μουσουλμανικός κόσμος που χρειάζεται ένα ηγέτη:
-- Ισλαμιστή και μετριοπαθή ταυτόχρονα,
-- Ισλαμιστή αλλά όχι Άραβα αναγκαστικά,
-- Δυτικόστροφο αλλά όχι ταυτισμένο με τη Δύση,
-- Αρκετά μεγάλο ώστε να τον υπολογίζουν όλοι, αλλά όχι τόσο μεγάλο ώστε να τον φοβάται οποιοσδήποτε.
Αυτός ο ηγέτης κατά τον κ. Νταβούτογλου μπορεί να είναι μόνο η Τουρκία!
Οπότε καταλαβαίνουμε γιατί ισχυρίζεται ο ίδιος ότι «όπως και να κοιτάξει κανείς στον παγκόσμιο χάρτη η Τουρκία βρίσκεται στο επίκεντρο»!
Όπως καταλαβαίνουμε επίσης τι εννοεί μιλώντας για «μηδενικά προβλήματα» με τους γείτονες.
Πράγματι, αν αναλογιστούμε τις μεγάλες ηγετικές φιλοδοξίες που ξεδιπλώνει η στρατηγική Νταβούτογλου, οι τριβές στην Κύπρο ή στο Αιγαίο μοιάζουν ελάχιστες.
Παρ’ όλα αυτά, όπως δείχνει η πραγματικότητα, αλλά όπως και σημειώνει ο ίδιος ο Σταύρος Λυγερός, δεν δείχνει καμία διάθεση να μετακινήσει τη θέση της Τουρκίας σε πιο ελαστικές θέσεις.
Η ακαμψία παραμένει. Και η επιθετικότητα κλιμακώνεται.
Η πρόταση Νταβούτογλου μοιάζει όντως ελκυστική από πρώτη άποψη. Αλλά έχει σοβαρά προβλήματα. Και κάποιες αντιφάσεις.
Για παράδειγμα, υπάρχουν κι άλλες ισχυρές μουσουλμανικές χώρες που δεν επιθυμούν οποιονδήποτε ηγετικό ρόλο της Τουρκίας στο Ισλάμ, ή επιθυμούν οι ίδιες για τον εαυτό τους τέτοιο ηγετικό ρόλο. Για παράδειγμα η Αίγυπτος. Ή η Σαουδική Αραβία. Ή η Ιορδανία.
Όλες αυτές, για διαφορετικούς λόγους, δεν θα ήθελαν να δουν την Τουρκία να παίζει τόσο ισχυρό ρόλο.
Επίσης οι Άραβες Σουνίτες δεν βλέπουν με καλό μάτι το άνοιγμα της Άγκυρας στο Ιράν – που δεν είναι ούτε Αραβικό έθνος ούτε Σουνιτικός λαός.
Αλλά και το ίδιο το Ιράν δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι την προσέγγιση της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον επί Προεδρίας Ομπάμα.
Για να μη μιλήσουμε για την αυξανόμενη ανησυχία του Ισραήλ, που κι αυτό δεν βλέπει με καλό μάτι τις Ισλαμιστική στροφή της Άγκυρας και τις σχέσεις που καλλιεργεί με οργανώσεις τύπου Χαμάς.
Τέλος, η ιστορική προσέγγιση Τουρκίας-Αρμενίας στοίχισε ακριβά στην Άγκυρα: Πρώτον, διότι το παραδοσιακά φιλικό προς την Τουρκία Αζερμπαϊτζάν απομακρύνθηκε, μεταστράφηκε προς τη Ρωσία κι απέκοψε την Άγκυρα από όλη την υπόλοιπη Κεντρική Ασία.
Δεύτερον, διότι η ίδια η Αρμενία μετάνιωσε εκ των υστέρων, εξέλιξη που οδήγησε και σε αλλαγή κυβέρνησης.
Και, τέλος, διότι πέρασε σε Επιτροπή της Αμερικανικής Βουλής το ψήφισμα υπέρ αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Αρμενίων, αυτή τη φορά με τη βοήθεια του ισχυρού Εβραϊκού Λόμπυ, το οποίο στις δύο προηγούμενες απόπειρες είχε εναντιωθεί.
* Συμπέρασμα: όποιος διεκδικεί ηγετικούς ρόλους, κινδυνεύει να δημιουργήσει περισσότερους εχθρούς παρά φίλους.
* Κι όποιος επεκτείνει πολύ τις φιλοδοξίες του, κινδυνεύει να εισπράξει περισσότερες νέες απειλές παρά κέρδη.
Η μόνη περίπτωση που η νέα Πολιτική της Άγκυρας δείχνει να αποδίδει ως τώρα, έρχεται ίσως από εκεί που δεν το επιδίωξε η Στρατηγική Νταβούτογλου. Από την προσέγγιση Ρωσίας - Τουρκίας.
Αλλά αυτό είναι πιθανότερο να αποδειχθεί ένα προσωρινό μεταβατικό σύμπτωμα, παρά μόνιμο στοιχείο στο εξής.
Διότι στην Πολιτική – κι ακόμα περισσότερο στη Διεθνή Πολιτική – είναι απαραίτητο να διακρίνουμε τις μακροχρόνιες τάσεις από τις βραχυχρόνιες διακυμάνσεις, τα μεγάλα στρατηγική ζητούμενα από τις εφήμερες τακτικές κινήσεις.
Όπως είπαμε και νωρίτερα: Το μεγάλο ζητούμενο των επόμενων ετών ξεπερνά κατά πολύ την Τουρκία και την περιοχή της:
Αφορά το αν οι ΗΠΑ θα συγκλίνουν στρατηγικά με τη Ρωσία για να αντιμετωπίζουν το πολεμικό Ισλάμ άμεσα και την ανερχόμενη Κίνα μακροπρόθεσμα ή όχι…
-- Αν συμβεί αυτό, μια σύγκλιση ΗΠΑ-Ρωσίας εκμηδενίζει όποιον ηγετικό ρόλο της Τουρκίας, ρόλο που άλλωστε δεν τον επιθυμούν ούτε οι Άραβες.
-- Αν δεν συμβεί αυτό, όσο η Τουρκία προσεγγίζει τη Ρωσία θα κερδίζει την καχυποψία των ΗΠΑ, κι όσο προσεγγίζει τις ΗΠΑ θα κερδίζει την καχυποψία και της Ρωσίας και του Ιράν. Των Αράβων μπορεί να τη θεωρεί δεδομένη, ούτως ή άλλως…
Εκείνο που ενδιαφέρει εμάς, είναι ότι αν υπάρξει η σύγκλιση ΗΠΑ-Ρωσίας στο μέλλον, αυτό μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα ευνοϊκό για την Ελλάδα και τα δικά της συμφέροντα.
Διότι όποτε υπήρξε σύγκλιση Ρωσίας-Δύσης, η Ελλάδα επωφελήθηκε πολύ και πολλά. Όπως για παράδειγμα συνέβη με τη σύγκλιση Βρετανίας-Πρωσίας και Ρωσίας εναντίον του Ναπολέοντα στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης. Ή με την κοινή δράση των στόλων Βρετανίας, Γαλλίας Ρωσίας, στο τέλος της Ελληνικής Επανάστασης, όπου έδρασαν μαζί στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Ή αργότερα, με τη σύγκλιση των δυνάμεων της Αντάντ - δηλαδή της Γαλλίας της Βρετανίας και της Ρωσίας - λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην πρώτες δύο περιπτώσεις η Ελλάδα απελευθερώθηκε. Και στην τρίτη υπερδιπλασιάστηκε.
Ενώ όταν υπήρξε αντιπαλότητα Ρωσίας-Δύσης, η Τουρκία επωφελήθηκε και η Ελλάδα περιήλθε συχνά σε δύσκολη θέση. Όπως συνέβη κατά τον Πόλεμο της Κριμαίας, λίγο πριν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Θα αναρωτηθούν κάποιοι βέβαια: έχουν νόημα όλα αυτά σήμερα; Υπάρχουν εθνικά συμφέροντα;
Η απάντηση είναι ναι. Αναμφίβολα ναι!
Ασφαλώς η Ευρώπη είναι το κοινό μας πλαίσιο. Αλλά είναι πλαίσιο. Δεν έχει Ενιαία πολιτική.
Ήδη στην πρόσφατη κρίση δανεισμού αποδείχθηκε ότι ούτε η αλληλεγγύη μεταξύ των Ευρωπαίων είναι τόσο δεδομένη όσο την νομίζαμε, ούτε η κοινότητα αντίληψης υπάρχει ακόμα.
Είμαστε στην Ευρώπη – κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αλλά όλοι οι Ευρωπαίοι δεν έχουν τις ίδιες ανάγκες, τους ίδιους φόβους και τις ίδιες φιλοδοξίες.
Η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση δεν έχει φτάσει ακόμα σε τέτοιο σημείο.
Και είναι επίσης σημαντικό να μην περιμένουμε από την Ευρώπη περισσότερα πράγματα από όσα μπορεί να μας δώσει κάθε φορά, διότι τότε πυροδοτούμε - χωρίς να το θέλουμε - αντι-ευρωπαϊσμό.
Οι υπερβολικές προσδοκίες που διαψεύδονται, οδηγούν σε αποστροφή και απόρριψη.
Δεν υπηρετούν το Ευρωπαϊκό ιδεώδες όσοι καλλιεργούν ψευδαισθήσεις για την Ευρώπη.
Όταν βλέπουμε γύρω μας κράτη μεγαλύτερα από μας να αρθρώνουν εθνική οπτική και εθνική στρατηγική, κράτη μικρότερα από μας να κάνουν το ίδιο, κράτη παλαιότερα ή νεώτερα από μας, ευρωπαϊκά και μη, να θεωρούν αυτονόητη τη δική τους οπτική για τον κόσμο και τις δικές τους ιεραρχήσεις για τις προτεραιότητές του, το ερώτημα «αν χρειάζεται ακόμα η Ελλάδα δική της Εξωτερική πολιτική» είναι λάθος ερώτημα…
Το πραγματικό ζητούμενο είναι να αναδείξουμε κι εμείς μια ατζέντα τύπου Νταβούτογλου, δηλαδή μια νέα εθνική στρατηγική .
.
Μια νέα οπτική που θα αναζητήσει ρόλους για την Ελλάδα στο νέο κόσμο.
Ρόλους στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά ρόλους συμβατούς με τα ιδιαίτερα εθνικά της συμφέροντα. Γαλάζιες και όχι μόνον κόκκινες γραμμές!
Όχι να θεωρούμε ότι η Ελλάδα έχασε πλέον την εθνική της διάσταση κι έγινε πλέον Νομαρχία.
Γιατί δεν έγινε.
Ούτε θα γίνει…
Μια τελική παρατήρηση: όταν μια χώρα βρίσκεται σε θέση αδυναμίας δεν μπαίνει σε διαπραγματεύσεις για τα εθνικά της συμφέροντα. Θέματα που δεν λύσαμε όταν εμείς ήμασταν πολύ ισχυρότεροι και η Τουρκία πολύ ασθενέστερη, δεν είναι δυνατό να τα λύσουμε σήμερα που βρισκόμαστε σε δεινή οικονομική κρίση.
Ούτε μπορούμε να προχωρήσουμε σε περίοδο διευρυμένης οικονομικής συνεργασίας, όταν η συνεργασία αυτή προϋποθέτει ή συμπαρασύρει διακανονισμούς σε ανοικτά πολιτικά προβλήματα.
Το ξεκαθάρισμα των προβλημάτων ασφαλείας πριν από τη δημιουργία διευρυμένης συνεργασίας, είναι σώφρων πολιτική που αποτρέπει προβλήματα στο μέλλον. Είναι πολιτική Ειρήνης και Σταθερότητας.
Αντίθετα, όταν πάμε να λύσουμε πολιτική προβλήματα μέσα από στενή οικονομική συνεργασία, είναι πιθανότερο να ενταθούν οι ανταγωνισμοί, όχι να εξαφανιστούν.
Είναι σφάλμα να υποκαθιστούμε την Πολιτική με την Οικονομία.
Όπως ακριβώς είναι σφάλμα να υποκαθιστούμε την Οικονομία με την Πολιτική.
Τέλος, είναι επίσης σφάλμα να προχωρούμε σε συμφωνίες που είναι λεόντειες και στέλνουν το λάθος μήνυμα: Όπως, για παράδειγμα, η «ανταλλαγή» που κάναμε για την πράσινη βίζα με την συμφωνία για την επανα-προώθηση μεταναστών.
Στην μία περίπτωση δώσαμε εμείς κάτι χειροπιαστό.
Κι έναντι αυτού μας έδωσε η Τουρκία κάτι που μας έχει δώσει ήδη… τρείς φορές και δεν το τήρησε ποτέ:
Διότι για πρώτη φορά Συμφωνία για την επανα-προώθηση λαθραίων μεταναστών υπογράφηκε το 2001 και μάλιστα από τον κ. Γιώργο Παπανδρέου, υπουργό των Εξωτερικών τότε.
Το 2005 επί κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας υπογράφηκε η ενεργοποίηση εκείνης της Συμφωνίας. Και η Τουρκία δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα
Και τώρα υπογράφουμε ξανά την τήρησή της με προορισμό το λιμάνι της Σμύρνης. Που προβλέπετο, άλλωστε, η Σμύρνη από τη συμφωνία του 2001…
Η Τουρκία αναλαμβάνει να δέχεται περί τους 1000 λαθρομετανάστες το χρόνο από τις 70 χιλιάδες που μας στέλνει!
Κι έναντι αυτής της «παραχώρησης», εμείς τις προσφέρουμε δυνατότητες συνεργασίας σε ποικίλους τομείς και πράσινη βίζα.
Αυτός είναι ο λόγος που τονίσαμε ότι το πρόβλημα δεν το έχουμε με την ίδια την επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα, αλλά με τη διάθεση να εμπλακούμε σε διαπραγματεύσεις που είναι άκαιρες – και γι’ αυτό επικίνδυνες. Και σε συμφωνίες «χαμηλές πολιτικής» που είναι λεόντειες και ετεροβαρείς.
Όποιος πραγματικά επιθυμεί σταθερότητα και ασφάλεια, προτάσσει την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων.
Δεν τα κουκουλώνει.
Δεν τα κατακερματίζει.
Δεν στέλνει λάθος μηνύματα προς όλες τις κατευθύνσεις.
Χρειαζόμαστε κι εμείς να αναδείξουμε μια δική μας ατζέντα, αν θέλετε μια νέα προσέγγιση, μια νέα Σχολή σκέψης και πολιτικής.
Όχι να κατακερματίζουμε τα συμφέροντα μας σε μικρά-μικρά κομμάτια που μπορούν τάχα να λυθούν ως επιχειρηματικές συμβάσεις.
Γιατί αυτό θα οδηγήσει σε νέα προβλήματα. Ίσως πολύ μεγαλύτερα…
Η αλήθεια είναι ότι η επικράτηση του κ. Ερντογάν στο παιγνίδι εξουσίας μέσα στην Τουρκία μπορεί να εξελιχθεί θετικά για την Ελλάδα.
Για την ακρίβεια, η στρατηγική ήττα του Κεμαλισμού μέσα στην Τουρκία, μπορεί να οδηγήσει σε νέα εποχή για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αλλά αυτό είναι ζητούμενο ακόμα. Μην το εκλαμβάνουμε ως δεδομένο…
Και για να συμβεί, όπως η Τουρκία αναζητά νέους ρόλους στους νέους διεθνείς συσχετισμούς, το ίδιο οφείλουμε να κάνουμε κι εμείς.
Από αυτή την άποψη το βιβλίο του Σταύρου Λυγερού είναι μια πολύτιμη συνεισφορά.
Πρόκειται για ένα βιβλίο που δίνει απαντήσεις, αλλά και θέτει ερωτήματα.
Άλλωστε, πριν δώσουμε τη μάχη της Πολιτικής, οφείλουμε να έχουμε κερδίσει τη μάχη των ιδεών.
Και τη μάχη των ιδεών τη δίνουμε με απόψεις, ολοκληρωμένες και συγκροτημένες, όπως αυτές που περιλαμβάνονται σε αυτό το σημαντικότατο βιβλίο.
Και με δημόσιο διάλογο. Όπως αυτός που γίνεται σήμερα εξ αιτίας του.
Και που ελπίζω να μη σταματήσει εδώ…
Σας ευχαριστώ